- αναβρυτήριο
- τοπίδακας, σιντριβάνι: Στην πλατεία υπήρχε και αναβρυτήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
αναβρυτήριος — ια, ιο [αναβρυτήρας] 1. αυτός από τον οποίο αναβλύζει νερό 2. το ουδ. ως ουσ. το αναβρυτήριο ο αναβρυτήρας* … Dictionary of Greek
σιντριβάνι — Λέξη τουρκικής προέλευσης, που σημαίνει πηγή ή συσκευή απ’ όπου εκτοξεύεται με δύναμη νερό προς τα πάνω. Λέγεται και πίδακας και αναβρυτήριο. Η δύναμη με την οποία εκτοξεύεται το νερό προς τα πάνω οφείλεται στο ότι το νερό κατεβαίνει ως το σ. από … Dictionary of Greek